- δυστροπία
- ητο να είναι κανείς δύστροπος: Γέρασε και μας κουράζει με τη δυστροπία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυστροπία — δυστροπίᾱ , δυστροπία peevishness fem nom/voc/acc dual δυστροπίᾱ , δυστροπία peevishness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπίᾳ — δυστροπίᾱͅ , δυστροπία peevishness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπία — και δυστροπιά, η (AM δυστροπία) η ιδιότητα τού δύστροπου, ιδιοτροπία, στρυφνότητα τού χαρακτήρα νεοελλ. απροθυμία, αποφυγή … Dictionary of Greek
δυστροπίας — δυστροπίᾱς , δυστροπία peevishness fem acc pl δυστροπίᾱς , δυστροπία peevishness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπίαι — δυστροπίᾱͅ , δυστροπία peevishness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπίαν — δυστροπίᾱν , δυστροπία peevishness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπίαις — δυστροπία peevishness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυστροπίην — δυστροπία peevishness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακεφαλιά — Εμβρυϊκή δυσπλασία που παρατηρείται σε δίδυμη ή πολύδυμη κύηση και χαρακτηρίζεται από μερική ή ολική έλλειψη κεφαλιών. Στα έμβρυα του είδους, όταν δεν αποβληθούν, είναι αναγκαία η χειρουργική επέμβαση. * * * η [ακέφαλος] 1. επιπολαιότητα, ανοησία … Dictionary of Greek
αναποδιά — η 1. εξέλιξη μιας υποθέσεως αντίθετη προς την επιθυμία κάποιου, ατυχία, κακοτυχία, αντιξοότητα 2. απρόβλεπτο εμπόδιο, κώλυμα 3. κακός οιωνός, γρουσουζιά 4. κακοί τρόποι συμπεριφοράς, δυστροπία, ιδιοτροπία 5. (για παιδιά) αταξία, ζωηρότητα,… … Dictionary of Greek